δαμάλιον, -ου, τό
ternero, ternera, PRainer Cent.42.8 (III a.C.),
τὰ βούδια (l. βοΐδια) ὅσα ἔχεις ... ἤτε δαμάλια ἤτε μείζοναPFlor.150.3 (III d.C.), cf. POxy.3804.267 (VI d.C.), Gloss.2.266.
τὰ βούδια (l. βοΐδια) ὅσα ἔχεις ... ἤτε δαμάλια ἤτε μείζοναPFlor.150.3 (III d.C.), cf. POxy.3804.267 (VI d.C.), Gloss.2.266.