< Δαμοννώ
Δαμοξενίδας >
δαμονομέω
ser damónomo
magistrado epón. de la ciu. de Tresto en la Élide
Τιμαρχίδα καὶ Ἐριφύλ<ω> δαμονομέοντος
IG
9
2
(1).138.14 (Calidón IV/III a.C.).