< Δαμνᾰμενεύς
δαμνάριος >
δαμναμένη
,
-ης, ἡ
bot.
1
cornicabra
otro n. de κατανάγκη (q.u.) Ps.Dsc.4.131.
2
una
leontica
,
Leontice leontopetalum
L.
, otro n. de ζῳόνυχον (q.u.) Ps.Dsc.4.133.