< δαμιοϜορ-
δαμιουρ- >
δαμιοργίζω
• Morfología:
[panf. aor. sigm. part. fem. δαμιοργίσσα
IPamph
.17.2 (III a.C.), δαμιοργίσωσα
IPamph
.18.3 (II a.C.)]
ejercer el cargo de demiurgo
una mujer
IPamph
.ll.cc., cf. δημιουργός
III 1
.