δαμαστήριον, -ου, τό
lugar o instrumento de castigo o tortura
βασάνων καὶ μαστίγων καὶ δαμαστηρίων πεῖραν λήψεσθεPetr.II Al.Encycl.M.33.1281C,
ἐγκράτεια ... λογισμῶν δ.Nil.M.79.1141B.
βασάνων καὶ μαστίγων καὶ δαμαστηρίων πεῖραν λήψεσθεPetr.II Al.Encycl.M.33.1281C,
ἐγκράτεια ... λογισμῶν δ.Nil.M.79.1141B.