< Δαμάστης
Δαμάστιον >
δαμαστικός
,
-ή, όν
domador
glos. a δαμαῖος
Sch.Pi.
O
.13.98
•
que doblega
,
que somete
Hsch.s.u.
δμήτειρα
, Sch.
Od
.4.244.