< δάλλω
†δαλμάναι· >
δαλλώ
,
-οῦς, ἡ
• Alolema(s):
tb.
δαλῶ
Hsch.
1
mujer mayor soltera
,
solterona
Hsch.
2
δ.· ἡ ἀπόπληκτος
Hsch.