δακτῠλῐκός, -ή, -όν
I
αὐλοίAth.176f, Poll.4.82,
τῶν ψιλῶν κιθαριστῶν ὄργανον, ὃ καὶ Πυθικὸν ὀνομάζεται, δακτυλικόν τινες κεκλήκασινPoll.4.66
•gener. que se maneja con los dedos
ψῆφοςAP 11.290 (Pall.).
2 que tiene el tamaño de un dedo
διάστημαTheo Sm.125.
3 subst. ἡ δ. (sc. ἔμπλαστος) medic. emplasto anal de un remedio para fístulas, Orib.Ec.82.7,
alia (cataplasma) quae apellatur a Graecis dactyliceCass.Fel.74.
4 métr. dactílico, dactylicus numerus hexametrorum Cic.Orat.191, cf. Heph.4.1, Diom.521.19,
ῥυθμοίLongin.39.4, Anon.Bellerm.15, Quint.Inst.9.4.46,
τῶν δὲ ποδικῶν γενῶν πρῶτόν ἐστι διὰ τὴν ἰσότητα τὸ δακτυλικόνAristid.Quint.35.4, cf. 45.31,
τὰ διὰ τοῦ -ιον (ὀνόματα) οὐδέτερα μονογενῆ, εἰ μὲν ὦσι δακτυλικάEM 451.17G.
•neutr. subst.
τὰ δὲ δακτυλικὰ πρὸ μιᾶς ἔχει τὸν τόνονEM 520.25G.
II adv. -ῶς métr. en dáctilos
δ. ποδίζεταιEust.11.24, cf. 1650.46.