δακτῠλίδιον, -ου, τό
• Alolema(s): -διν GDRK 50.4, EDE 273, SB 9616ue.7 (VI d.C.)
• Prosodia: [-λῑ-]
1 dedito, dedo pequeño del pie, Ar.Lys.417
•de la mano meñique
ἐὰν δὲ ἄχυρον ἢ ψάμμος ἤ τι τοιοῦτον ἐμπέσοι (εἰς τὸν ὀφθαλμόν) ... δακτυλιδίῳ ἔξελεAët.7.18
•como adj. del tamaño de un dedito
συντεμὼν εἰς δακτυλιδίους ... τόμουςDamocr. en Gal.13.1000.
2 anillo, sortija
δ. μικρόνCharito 1.13.11,
ἐν[ώ]τια καὶ δ.BGU 1104.13 (I a.C.), cf. PAmh.126.55 (I d.C.), BGU 843.8 (I/II d.C.), Poll.2.155, PDura 30.21 (III d.C.), de diversos materiales
χρυσοῦνIG 11(2).161B.119 (III a.C.),
κολοβάφινονID 1439Bbc.2.94 (II a.C.),
περικεχρυσωμένονID 1441A.2.81 (II a.C.),
σιδηραῖονSB l.c.,
διαχρυσοῦνPMasp.340ue.32 (biz.), frec. c. piedras engarzadas
δακτυλίδια δύο ὧν τὸ ἓν λίθον ἔχονID 1409Ba.1.100, cf. 1443B.1.110 (ambas II a.C.),
ὁ ἐπὶ τῷ δακτυλιδίῳ σμάραγδοςLuc.Ep.Sat.29,
διάλιθονIG 11(2).158A.6 (III a.C.),
ἔνλιθονPSI 1033.12 (II d.C.),
ἐγκλείσας (ψηφίδα) χρυσῷ δακτυλιδίῳAlex.Trall.2.475.23, y frec. empleado como sello
σφραγίδιον ἐλεφάντι[νον μικ]ρὸν δ. ἔχονIG 22.1455a.10 (IV a.C.),
σφυ[ρίδιο]ν ἐσφραγισμένον ... ἐν τῷ ἀργυρῷ [δα]κτυλειδίῳPWash.Univ.30.9 (III d.C.) en BL 8.509, cf. Hsch.δ 141, SB 9139.10 (VI d.C.), T.Sal.7.3.