δακτυλύδριον, -ου, τό
• Grafía: graf. δακτυλίδρυον BGU 1036.14 (II d.C.), δακτυρίτριον SB 12421.11, 29, 45 (II d.C.)
anillo
χρυσοῦνPHamb.223.5 (II d.C.),
ἀργυρᾶBGU l.c.,
ἄσημαSB ll.cc., cf. Them.Or.21.253b (var., cf. δακτύληθρον).
χρυσοῦνPHamb.223.5 (II d.C.),
ἀργυρᾶBGU l.c.,
ἄσημαSB ll.cc., cf. Them.Or.21.253b (var., cf. δακτύληθρον).