< δακτυλοποιός
δάκτῠλος >
δακτυλόπους
,
-ποδος, ὁ
primera falange
τριῶν δὲ ὄντων ἐν τοῖς δακτύλοις φαλαγγίων ἔστω τὸ μὲν ... δ.
Cat.Cod.Astr
.7.238.25.