δακτυλοδεικτέω
I señalar con el dedo para avergonzar
ἀλλ' ὅτι δακτυλοδεικτεῖτ' ἐπὶ τῷ πονηρότατον τῶν ὄντων ἁπάντων δεικνῦναι;D.25.68,
ἐδακτυλοδείκτουν γε αὐτοὺς ἀλλήλοιςD.C.61.17.4,
τὴν ἐν τοῖς ἱματίοις γραφήνAst.Am.Hom.1.3.2,
αὐτὸν ... ἐπὶ τοῖς αἰσχίστοιςChrys.M.47.526, cf. Sm.Pr.6.13, Hsch.ε 389, en v. pas., D.S.13.103, Ph.22.539, D.H.Rh.7.4, Poll.2.155, Clem.Al.Paed.3.11.73, Ast.Am.Hom.3.10.3.
II fig.
1 apuntar a, indicar, significar en la exégesis bíblica tipológica
Σημ καὶ Ἰαφετ δακτυλοδεικτοῦσι τοὺς περὶ τὸν ἸωσήφNil.M.79.120C, cf. Ps.Caes.128.33.
2 abs. llamar la atención, poner énfasis
δακτυλοδεικτῶν ... λέγειCyr.H.Catech.18.18.