< δακρυώτατον·
Δακτόνιον >
δακτικῶς
adv.
con los dientes
ὀδάξ, τουτέστι δ.
Eust.1926.15, cf. Sch.Opp.
H
.4.60,
Tz.Comm
.Ar.1.160.4.