δακρῠχέω
• Morfología: [v. tb. δάκρυ χέω s.u. δάκρυ]
1 derramar lágrimas, llorar
δαϊ<ό>φρων ... ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενόςalma desdichada que vierte lágrimas sinceramente desde su corazón A.Th.919,
ἄλλη δ' εἰς ἑτέρην ὀλοφύρετο δακρυχέουσαA.R.1.250, cf. Moschus 3.115, Nonn.D.9.310,
κούρη δὲ παρείατο δακρυχέουσαCall.Fr.497,
το[ῦτο] δέ, ξεῖνε, εἰδὼν δακρυχέας πάριθιICr.1.16.53.8 (Lato II d.C.), cf. ZPE 18.1975.307.12 (Iconion, imper.),
δακρυχέων ἐπ' ἐμοὶ συχνὸν ἀπὸ βλεφάρωνINap.150.4 (II d.C.),
ἐγὼ ... δακρυχέων τεὸν οἶτον ὀδύρομαιMosch.3.115,
ἐπὶ σοῖς δάκρυσι δ.AP 12.72 (Mel.),
δακρυχέων γενόμην καὶ δακρύσας ἀποθνῄσκωAP 10.84 (Pall.), cf. AP 9.367 (Luc.),
δακρυχέειν οὐκ οἶδαNonn.D.19.170,
Ἀπόλλων δακρυχέωνNonn.D.19.184,
δακρυχέων ἀπαύστωςRom.Mel.70.ιγʹ.1,
ἔννεπε δακρυχέουσαColluth.333
•l. a δάκρυ χεόντα (Il.8.245) Eust.710.62.
2 tr. lamentar
ἐμὸν εἶδος ὁμοῦ καὶ πότμον ὁδίτηςNonn.D.5.532,
Ὑάκινθονép. en POxy.4352.5.2.4.