< δακρυρροέω
δακρύρροος >
δακρύρροια
,
-ας, ἡ
derramamiento de lágrimas
Philum.
Ven
.28.3, Ael.Prom.56.17, Sch.E.
Or
.788,
τοῦ ἵππου
Ps.Callisth.442.14
Γ
.