δακνηρός, -ά, -όν
1 fuerte, amargo o que pica
ἐπίχρισταGal.12.744,
κολλύριαGal.12.756,
φάρμακονPOsl.54.8 (II/III d.C.).
2 fig., neutr. subst. τὸ δ. mordacidad, carácter hiriente
τὸ δ. αὐτῆς (τῆς ὀργῆς)Phld.Ir.37.19
•mordedura
τὸ δ. τῆς λύπηςCorp.Herm.Fr.23.46.