δαιτᾰλουργία, -ας, ἡ


arte culinaria σάρκας λεβητίζουσα δαιταλουργίᾳ Lyc.199, περὶ τὴν δαιταλουργίαν Tz.Ex.127.26L.
fig. δ. ῥητορείας Eust.829.47.