δαιτᾰλεύς, -έως


comensal, partícipe de un banquete ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς Com.Adesp.115, dud. en IG 22.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9
Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120
fig. del águila que devoraba a Prometeo ἄκλητος ἕρπων δ. πανήμερος A.Pr.1024.