δαιτρεύω
1 repartir abs., rel. botín
οἱ δὲ ... ἡγήτορες ἄνδρες δαίτρευονIl.11.688,
τὰ δ' ἄλλ' ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύεινIl.11.705
•rel. carne trinchar para repartir
ἂν δὲ συβώτης ἵστατο δαιτρεύσωνOd.14.433,
δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαιOd.15.323, cf. Timae.152, Babr.106.11, IKios 19.1 (I/II d.C.).
2 c. ac. compl. dir. despiezar c. suj. de pers., a un animal para el sacrificio
τοὺς δ' ἕταροι ... κόπτον δαίτρευόν τε (βόας)A.R.1.433
•sacrificar
ἵππουςA.R.2.1176
•c. suj. de animales desgarrar
πολλὰ δ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσινOpp.H.2.294, cf. C.2.247, 263, Them.Or.13.171c, de las bacantes
ὄφρα μιν ... διὰ στόμα δαιτρεύσωμενOpp.C.4.307, de comidas antropofágicas, Nonn.D.13.118, en v. pas.
(πουλύπους) οὐδὲν ἀμυνόμενος, δαιτρεύεταιOpp.H.1.545
•en v. med. mismo sent.
εἰσόκε σάρκα ... ὑπὸ στόμα δαιτρεύσωνταιOpp.H.2.606,
ἄρκτοι ... ἐδαιτρεύσαντο (με) γενείοιςNonn.D.5.363.