δαιμονιώδης, -ες
• Alolema(s): δαιμονώ- Chrys.M.55.146, IGLS 220.14 (Alepo IV/V d.C.)
1 que concierne a espíritus malignos, demoníaco
σοφίαEp.Iac.3.15,
συγκύρημαSm.Ps.90.6,
ψυχήChrys.l.c.,
φαντασίαIGLS l.c.
•astrol. de signo maléfico
μοῖραιAnon.Astr. en PMich.149.6.33, 7.11.
2 poseído por los demonios subst.
οἱ δαιμονιώδειςSud.s.u. γύργαθος.
3 como un espíritu, fantasmal
τὸν Φαέθοντα ... τρόπον τινὰ δαιμονιώδη φλέγοντα ἐκείνους τοὺς τόπουςProcl.in Ti.1.113.22,
φάντασμαSch.Ar.Ra.293, EM 336.38G.
4 adv. -ῶς de modo demoníaco
εἶδεν τὸ πλῆθος ... δ. κατὰ τὴν χώραν μαινόμενονH.Mon.8.168.