δαιμονιάζομαι
estar poseído por un espíritu
δαιμονιαζομένους καθαρίζωνA.Paul.ue.12S.,
πρὸς δαιμονιαζομένουςPMag.4.3007, PAnt.66.17 (V d.C.).
δαιμονιαζομένους καθαρίζωνA.Paul.ue.12S.,
πρὸς δαιμονιαζομένουςPMag.4.3007, PAnt.66.17 (V d.C.).