< δαιδᾰλόγλωσσος
δαιδαλοεργός >
δαιδᾰλόεις
,
-εσσα, -εν
trabajado artísticamente
,
adornado
τὸ βρέτας ... χρυσῷ δ.
AP
9.332 (Noss.),
τεύχεα
Q.S.1.141.