< δαελός
Δαζιμωνῖτις >
δαερός
,
-όν
• Alolema(s):
metri causa
δαηρός
Emp.B 90, Hsch.,
EM
244.42G.
1
caliente
δαερὸν δ' ἐποχεῖτο δαηρῷ
Emp.l.c., (cj., pero δαλερός cód.).
2
negro
,
tiznado
Hsch.