γῠρῖνος, -ου, ὁ
• Alolema(s): γύρινος Hsch.
renacuajo Arat.947, Plin.HN 9.159, Ael.NA 1.58, Hdn.Gr.1.183, Hsch.γ 1028, de individuos poco sensatos
οὐδὲν βελτίων βατράχου γυρίνουPl.Tht.161d, o poco eficaces
χείρους τῶν γυρίνων οἱ ῥήτορεςLib.Decl.26.36, cf. tb. γέρυνος.
• Etimología: De γυρός q.u.