< γυναικάδελφος
γυναικάνθη >
γῠναικάνηρ
,
-άνδρος, ὁ
• Prosodia:
[-ᾰ-]
andrógino
,
afeminado
γυναικάνδρεσσι ποθεινοί
Epich.181, cf. Eust.1132.32.