< γᾱτομέω
γατός >
γᾱτόμος
,
-ον
1
que corta la tierra
δίκελλα
A.
Fr
.196.
2
subst. ὁ γ.
labrador
,
AP
6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u.
τμήγας
; v. tb. γεω-.