γᾰμοστολέω


1 concertar, preparar la boda de c. ac. y dat. de pers. ἐγαμοστόλησε τῷ Πηλεῖ ... ὁ Χείρων τὴν Θέτιν Sch.Pi.N.3.97
astrol. decidir o ser determinante para la boda ἐὰν ... ὁ δὲ Κρόνος γαμοστολῇ Vett.Val.115.25.

2 en v. med.-pas. celebrar su boda Τρίνυμφον εὐπρεπέστατον ... κοσμήσαντες ... εἰς τὸ γαμοστολεῖσθαι τὰς πολίτιδας παρθένους Io.Mal.Chron.10.244.11.