< γᾰμοκλοπέω
γᾰμοκλόπος >
γᾰμοκλοπίη
,
-ης, ἡ
amor furtivo
,
adulterio
οἳ δ' ἀγαπῶσι γάμον τε γαμοκλοπιῶν τ' ἀπέχονται
Orac.Sib
.2.52, cf. 5.430.