< Γαλαίστης
γαλακτηφόρος >
γᾰλᾰκόχρως
• Morfología:
[nom. plu. γαλακόχροες]
blanco como la leche
ὀδόντες
Opp.
C
.3.478 (cj., pero γαλακτ- cód.).