< γᾰλακτοφόρος
γαλακτώδης >
γᾰλακτόχρως
,
-ωτος
• Morfología:
[neutr. plu. -χροα Dsc.3.47]
de color lechoso
κόλλαβοι
Philyll.4, cf. Nausicr.1.12,
ἄνθη
Dsc.l.c.