< γαλακτοποτέω
γαλακτοπρόσωπος >
γᾰλακτοπότης
,
-ου
bebedor de leche
dicho de los escitas, Hdt.1.216,
de los libios
, Hdt.4.186,
ἀνήρ
E.
El
.169,
χοῖρος γ.
lechón
,
DP
4.46 (var.), cf.
Orac.Sib
.14.166.