< γαλακτοειδής
γαλακτοκόμος· >
γᾰλακτοθρέμμων
,
-ον
nutrido con leche
paród.
χύτραν ... νεογενοῦς ποίμνης ... γαλακτοθρέμμονα ... εἴδη κύουσαν
Antiph.55.4.