< γύπας·
γύπη >
γύπειος
,
-ον
perteneciente al buitre
ἐγκέφαλος
Gal.14.398,
χολή
Hdn.Gr.2.438,
λάχανόν ἐστι καὶ τὸ κώνειον, ὥσπερ κρέας ἐστὶ καὶ τὸ γύπειον
Basil.
Ep
.236.4.