< γυμνιτ-
γυμνοδερκέομαι >
γύμνιχος
,
-ον
que no lleva armas
Ἑρμόδωρον καθορ[ᾶτ'] ἐμὲ χάλκιον ὧδε ... γύμνιχον
ISmyrna
743.3 (I/II d.C.).