γύμνασμα, -ματος, τό
1 ejercicio físico
πάντας τρόπους ἐξευρίσκειν γυμνασμάτων ἐπιτηδείων ταῖς παρθένοιςRuf. en Orib.Inc.18.15,
τῶν γυμνασμάτων δὲ τούτων τὸ μὲν τῷ πηλῷ ἐκεῖνο πάλη καλεῖταιLuc.Anach.8,
θήρα δὲ αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματαX.Eph.1.1.2, cf. 1.5.1,
γ. καὶ μελέτηPlu.2.979a, cf. Ath.413c
•como preparación ascética
γυμνάσματα συνεχῶς ποιούμενος διωγμῶνClem.Al.Paed.3.8.41,
γυμνάσματα τῶν πολεμικῶνentrenamientos para la guerra Plu.2.639e
•fig. peyor.
ἀπὸ πολλῶν ... γυμνασμάτωνpor los muchos ejercicios físicos recibidos ref. a las marcas de los golpes, Aesop.20.1.
2 sg. y plu. ejercicio intelectual
γυμνάσματά τε καὶ ἀσκήματα τῆς ῥητορικῆςD.H.Rh.2.1,
ἐν σχολῇ μειρακίων γ.ejercicio de jóvenes en la escuela ref. a la historia que escribe Josefo, I.Ap.1.53,
γ. ... διαλεκτικόνPlu.2.1119d,
γυμνάσματα λόγουM.Ant.10.31,
τὰ παραδεδομένα γυμνάσματαlos manuales de retórica tradicionales Theo Prog.59.18.