γήπεδον, -ου, τό
• Alolema(s): jón. γεώπ- Hdt.7.28; dór. γάπ- IG 4.823.58 (Trecén IV a.C.), St.Byz.s.u. Γῆ, Hsch.
fundo, predio rústico
μοι ἀπὸ ἀνδραπόδων τε καὶ γεωπέδων ἀρκέων ἐστὶ βίοςHdt.l.c.,
τὸν πριάμενον ... ὧν ἔλαχεν οἰκοπέδων ἢ γηπέδωνPl.Lg.741c, cf. Arist.Pol.1263a3, Lyc.617, IG l.c.
•terreno, solar Hsch.l.c., Phot.γ 107.