γήθυον, -ου, τό
bot. cebolla o cebolleta variedad del Allium cepa L.
τῶν δὲ γηθύων ῥίζας ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσινAr.Fr.5, cf. Alex.179.6, Phryn.Com.12, Thphr.HP 7.1.2, Hdn.Gr.1.376, 2.486, Hsch., cf. γήτειον.
τῶν δὲ γηθύων ῥίζας ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσινAr.Fr.5, cf. Alex.179.6, Phryn.Com.12, Thphr.HP 7.1.2, Hdn.Gr.1.376, 2.486, Hsch., cf. γήτειον.