γέρῠνος, -ου, ὁ
• Alolema(s): γερῖνος Paus.Gr.γ 15; γόρυνος Hsch.


renacuajo γερύνων καναχοὶ ... τοκῆες Nic.Th.620, cf. Al.563, Paus.Gr.l.c., Hdn.Gr.1.185, Hsch., St.Byz.s.u. Βιθυνία; cf. γυρῖνος.