< γεναρχικός
Γέναυνοι >
γέναρχος
,
-εος, τό
primer principio
plu.
τὰ μὲν γενάρχη ἐστὶν ἔργα θεοῦ
Iust.Phil.
Qu.et Resp
.M.6.1293B, cf.
Confut
.M.6.1493B.