γέλως, -ωτος, ὁ
• Morfología: [ac. γέλω Od.18.350, A.R.4.1723, γέλων E.Io 1172; dat. γέλῳ Od.18.100, Lyr.Adesp.119.21]
1 risa
a) c. dif. deter.
ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γ. μακάρεσσι θεοῖσινIl.1.599,
γέλωτα Μεγαρόθεν κεκλεμμένονrisa robada a Mégara, e.d. como la de la comedia megárica Ar.V.57,
ὁ μέγιστοςPl.Plt.295e,
ἰσχυρόςPl.R.388e,
σὺν πολλῷ γέλωτιcon grandes carcajadas X.Cyr.2.3.18, cf. S.Ai.303,
σαρδάνιοςCic.Fam.7.25.1,
πλατύς γ.carcajada Clem.Al.Paed.3.2.4, tb. plu.
ἄκαιροι γέλωτεςHp.Ep.17.4
•en distintos prov.
Αἰάντειος γ.risa de Áyax, e.d. risa de loco Diogenian.2.1.17,
γ. Ἰωνικόςrisa jónica, e.e. desvergonzada Diogenian.1.3.87,
γ. Μεγαρικόςrisa megárica (v. supra) Diogenian.1.3.88, cf. Hsch.,
γ. συγκρούσιοςrisa convulsa acompañada de palmadas, Zen.2.100,
ἄμετρος γ. σημεῖον ἀπροσεξίαςSext.Sent.280a,
γ. ἄτακτοςrisa desenfrenada Gr.Naz.M.37.934B,
ἄλογοςLyd.Mag.1.40
•sobre sus características
ὁ γ. οὐ σημεῖονArist.APr.48b33, cf. Rh.1371b36, PA 673a3;
b) en constr. verbales
γέλῳ ἐκθανεῖνOd.18.100,
γέλω δ' ἑτάροισιν ἔτευχεOd.18.350, cf. E.Io l.c.,
οὐδὲ Ποσειδάωνα γ. ἔχεy no dominó la risa a Posidón, e.e. no se rió, Od.8.344,
πολὺν γέλωτα ... ἄγεινS.Ai.l.c.,
γέλωτα παρασκευάζεινexcitar la risa Pl.Lg.669d, cf. Plb.26.1.14,
γέλωτα ... μηχανᾶσθαιprovocar la risa X.Cyr.2.2.14,
γέλωτα ποιεῖνX.Cyr.2.2.11,
κινεῖν γέλωταX.Smp.1.14,
γέλωτος ... πολλοῦ καταραγέντοςAth.211c, cf. 130c, Numen.26.45,
τὸν γέλωτα κατασχεῖνX.Cyr.2.2.5, cf. A.R.l.c.,
τῷ γέλωτι ηὐφραίνετοse rió con ganas X.Cyr.2.2.5,
ἐκ[χυθῆναι] γέλωτιdesternillarse Phld.Mus.4.28.37,
γελώτων ... εἴργεσθαιPl.Lg.732c,
εἰς γέλων τὸ πρᾶγμ' ἔτρεψαςechaste a broma el asunto Ar.V.1260, cf. Th.6.35, D.10.75,
ὀφλισκάνειν γέλωταexponerse a la risa E.Med.404, Ep.5.89, cf. Plb.39.1.9, Polyaen.1.34.2,
ἐν γέλωτι ποιήσασθαι ... τὰς ἱστορίαςLuc.Hist.Cons.32,
γ. ἀνεμίσγετο λύπῃCall.Fr.24.3,
γέλωτα παρέχεινhacer el ridículo Plu.2.614e,
γέλωτι δὲ μηδαμοῦ χρησάμενοςBasil.M.31.961C;
c) en giros preposicionales
βούλεσθε ἅμα γέλωτι φράζωμεν;¿queréis que demos órdenes riendo? Pl.Lg.789d,
σὺν γέλωτιX.An.1.2.18, Lyr.Adesp.l.c.,
μετὰ γέλωτος ὁ βίος(tomar) la vida a broma Antiph.142.7,
ἐν γέλωτιen broma Plu.2.124c,
ἐπὶ γέλωτιcomo diversión Hdt.9.82, Ar.Ra.404;
d) en otras constr.
γέλωτος ἄξιαcosas ridículas E.Heracl.507,
γ. ὀδόντωνLXX Si.19.30,
γέλωσιν ἢ παιδιαῖςPh.2.167,
γέλωσι καὶ μέθαιςWilcken Chr.491.8 (II d.C.);
e) ὁ Γ. la Risa tít. de una obra de Sanirión, Ath.551c
•personif. de la Risa venerada en Esparta como divinidad, Plu.Cleom.9;
f) medic. risa inmotivada de naturaleza psicopatológica
οὐδὲν ἐκοιμήθη, λόγοι πολλοί, γ.Hp.Epid.1.26, cf. 3.17.
2 gener. en posición pred. motivo u objeto de risa, irrisión, ridículo
πολὺς ἀστοῖσι φαίνεαι γ.Archil.22.4,
γέλωτα ἐμὲ θήσεσθεme vais a poner en ridículo Hdt.3.29, cf. 7.209,
ὡς ... γ. δ' ἐγὼ ... γένωμαιS.OC 902,
γέλωτα δὴ τὸν ἐμὲ ... ἀπέδειξενPl.Tht.166a,
πλείων ἐστὶ γ. τοῦ μηδενόςD.14.26,
ἆ, μή με ποιήσῃς γέ[λω¡no me pongas en ridículo! Call.Fr.195.30, cf. LXX Ge.21.6,
ἐγενόμην εἰς γέλωταme he vuelto motivo de risa LXX Ie.20.7, cf. 31.26,
γ. ἔσθ' ὡςes ridículo que D.4.25.
3 sonrisa fig. ref. a la ondulación de una ola
κύματος ἀκροτάτοιο γ.Opp.H.4.334, a los hoyuelos de las caderas de una estatua femenina, Luc.Am.14.