< γελάσκω
γέλασος >
γέλασμα
,
-ματος, τό
1
fig.
sonrisa
κυμάτων ἀνήριθμον γ.
A.
Pr
.90,
τὸ τῆς θαλάττης γ.
Poll.6.200.
2
motivo de risa
γῆρας ... πολυχρόνιον γ.
Secund.
Sent
.18, cf. plu., Aq.
Hb
.1.10.