< Γάσωρος
Γάταλος >
γάτα
,
-ης, ἡ
gata
τύλιξον αὐτὴν (ἡ βοτάνη τοῦ Ἑρμοῦ) εἰς δέρμα γάτης μαύρας
enróllala (la hierba de Hermes) en la piel de una gata negra
,
Cat.Cod.Astr
.12.128.