γάνῠμαι
• Grafía: frec. graf. γανν- en cód.
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [gener. sólo en tema de pres., excep. ép. fut. 3a sg. γανύσσεται Il.14.504; part. perf. tard. γεγανυμένος Anacreont.37.3; plusperf. 2a sg. ἐγεγάνυσο Them.Or.20.240c]
1 c. suj. de pers. alegrarse o estar alegre, radiante c. ac. de rel.
γάνυται ... φρένα ποιμήνIl.20.405, c. ac. int.
τάδε ... γ.A.Eu.970, c. dat. instrum.
γάνυται ... τοῖς ἐνοσίχθωνcon ellos se alegra el que agita la tierra, Il.20.405, cf. 14.504, Ar.V.612,
τῷ δ' οὔ τι ... οἰκάδε νοστήσαντι ... γάνυνταιOd.12.43,
γάνυμαι ... δαιτὸς ἥβᾳE.Cyc.504, cf. A.R.2.184, Luc.Pr.Im.4, Iul.Or.1.40b, Aristaenet.2.21.20, Hld.5.14.3, 9.1.3, Philostr.Her.54.2,
γάνυται ... ἡ φύσις ... τῇ τῶν παλαιῶν ἀπαλλαγῇAret.CA 2.3.4,
γεγανυμένος Λυαίῳcontento de Dioniso, e.d. bebido, Anacreont.l.c.
•c. gen.
γάνυται δέ τε ἠιθέοιο παρθένοςA.R.1.778
•c. part. pred.
γάνυται δέ τ' ἀκούωνHom.Fr.4,
εἰκόνος τυγχάνων ... ἐγάννυτοIul.Or.1.8c, cf. Orph.L.490
•c. ἐπί y dat.
ὅστ' ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυταιE.IT 1239,
ἐπὶ παισὶ γάνυσθαιA.R.4.997,
ἐφ' ᾧ μάλα γανύμενοιClem.Al.Paed.1.1.1, cf. Eus.E.Th.3.3
•c. ὑπό y gen.
ἐμοὶ ἐδόκεις γάνυσθαι ὑπὸ τοῦ λόγουPl.Phdr.234d
•c. εἰς y ac.
εἰς τὴν εὔτακτον ταυτότητα ... γανυμένηDion.Ar.DN 12.3
•abs.
ἣ χαίρει καὶ γάνυταιPh.1.56, cf. 36, Plu.2.540d, 634a, 1098f, Orph.L.101.
2 c. suj. no pers. resplandecer, exultar
λειμὼν ... γάνυταιA.R.1.881.
• Etimología: Forma c. infijo nasal y suf. -u- cuya r. γα- quizá sea el grado ø de *geHu̯2- ‘alegrarse’, cf. γαίω.