< Γανόδουρον
1 γάνος >
γάνος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
γάννος
Phlp.
in GA
149.20
zool.
hiena
Arist.
HA
594
a
31 (cód., pero v. γλάνος), Hsch., Phlp.l.c.