γάλλια·


ἔντερα Hsch., cf. γαλλιας Ath.399b (v.l. γαλλίας).
• Etimología: Quizá de Ϝάλλια < *Ϝάλνα y rel. c. εἰλέω, εἰλύω qq.u., cf. aisl. vil ‘vísceras’ de *u̯eli̯o-.