< Γαλινθιάς
γάλιον >
γάλινθοι
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
tb.
γάλιθοι
Hsch.
γ
101;
γέλινθοι
Hsch.
garbanzos
Hsch.
• Etimología:
V. ἐρέβινθος.