< Γαδιτανός
γᾶδος >
γάδος
,
-ου, ὁ
ict.
merluza
,
Gadus merluccius
L.
, Dorio en Ath.315f, cf. ὄνος.
• Etimología:
Cf. γάδαρος, γαϊδάριον.