< γωνιασμός
γωνιοβόμβυξ >
γωνίδιον
,
-ου, τό
pequeño rincón
,
rinconcillo
Luc.
Nec
.17 (var.), c. gen.
τῆς γῆς
M.Ant.3.10, fig.
ἐν ... γωνιδίῳ παρερριμμένῳ στενάζειν
Basil.
Ep
.150.2.