< γωνίωσις
γωνοειδής >
γωνιωτός
,
-ή, -όν
en ángulo
ἡ τῆς ῥάχεως κάμψις
Paul.Aeg.6.117.1,
βέλη ... γωνιωτά
flechas puntiagudas
Paul.Aeg.6.88.2.