γωνιοειδής, -ές
• Alolema(s): γωνοειδής Thphr.HP 1.10.1, CP 6.1.6, Sens.65


anguloso op. στρογγύλος: χαλκός Arist.GC 319b14, op. περιφερής: φύλλα Thphr.HP l.c., dicho de los humores, ref. a su σχῆμα Thphr.Sens.l.c. (= Democr.A 135), CP l.c. (= Democr.A 129), cf. Thphr.(?) en PHib.16.42.